παρομολογώ

παρομολογώ
-έω, Α [ομολογώ]
(ενεργ
και παθ.) ομολογώ ή παραδέχομαι, συγκατατίθεμαι επί πλέον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • παρομολογία — ἡ, Α [παρομολογώ] 1. (ως είδος ρητ. σχήματος) προσποιητή ομολογία, μερική αποδοχή, συγκατάθεση 2. συμφωνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”